- ασυγγραφος
- ἀσύγγραφοςἀ-σύγγρᾰφος2без расписки
οἱ ἀσύγγραφα δανεισάμενοι Diod. — получившие ссуду без расписки
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οἱ ἀσύγγραφα δανεισάμενοι Diod. — получившие ссуду без расписки
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ασύγγραφος — ἀσύγγραφος, ον (Α) [σύγγραφος] χωρίς συγγραφή ή γραπτή συμφωνία … Dictionary of Greek
ἀσύγγραφα — ἀσύγγραφος without bond neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek